- δικολαβισμός
- ο [δικολάβος]1. τρόπος συζητήσεως με στρεψόδικα και κακόπιστα επιχειρήματα2. στρεψόδικο επιχείρημα που αναφέρεται στον τύπο κι όχι στην ουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικολαβισμός — ο 1. τρόπος συζήτησης με παραπλανητικά επιχειρήματα: Ο δικολαβισμός του αποδείχθηκε επιζήμιος για την υπόθεση. 2. επιχείρημα που αναφέρεται στους τύπους και όχι στην ουσία μιας υπόθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομικισμός — ο 1. δικολαβίστικη και σοφιστική ερμηνεία τών νόμων, δικολαβισμός 2. αντιμετώπιση και ερμηνεία όλων τών εκδηλώσεων τής πολιτικής και κοινωνικής ζωής και ουσιαστικών θεμάτων τής τρέχουσας πραγματικότητας υπό το πνεύμα μιας στενής νομικής θεώρησης… … Dictionary of Greek